Η ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ – ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥ
Καταχώρηση 2013/02/11
Η αδικοπρακτική ευθύνη αποτελεί ένα από τα τρία είδη αστικής ευθύνης, τα οποία θεσπίζει ο ΑΚ. Ο Έλληνας νομοθέτης δεν προτίμησε το περιπτωσιολογικό σύστημα που ακολουθούν άλλοι ευρωπαϊκοί κώδικες, αλλά θέσπισε μία γενική διάταξη, η οποία συμπληρώνεται από ειδικότερες διατάξεις που ρυθμίζουν ιδιαίτερες περιπτώσεις (π.χ ευθύνη από διακινδύνευση). Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του 914 ΑΚ είναι επιγραμματικά οι εξής: α) ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, β) παρανομία, γ) ικανότητα προς καταλογισμό, δ) υπαιτιότητα, ε) ζημία [1] και στ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης ή παράλειψης και της προκληθείσας ζημίας.
Για την πλήρωση των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας και για τη δημιουργία υποχρέωσης αποζημίωσης απαιτείται η αντικειμενική παρανομία της συμπεριφοράς του υπόχρεου, καθώς επίσης και επίψογη εσωτερική στάση του, δηλαδή απαιτείται η ύπαρξη αποδοκιμασίας σε αντικειμενικό και υποκειμενικό επίπεδο. Σε κάθε δε περίπτωση η αποδοκιμασία σε υποκειμενικό επίπεδο προϋποθέτει αναγκαίως την αποδοκιμασία της συμπεριφοράς σε αντικειμενικό επίπεδο. Πταίσμα για νόμιμη συμπεριφορά του δρώντος υποκειμένου δεν είναι νοητή και θα ενείχε αξιολογική αντινομία [2].
Αδικοπραξία και αδίκημα
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην αδικοπραξία και το αδίκημα. Αδικοπραξία είναι η άδικη (παράνομη) πράξη, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, ενώ αδίκημα είναι η παράνομη και υπαίτια πράξη [3]. Επομένως η αδικοπραξία είναι ευρύτερη ως έννοια έναντι της έννοιας του αδικήματος και ορθά το οικείο κεφάλαιο του ΑΚ τιτλοφορείται «Αδικοπραξίες», γιατί στο εν λόγω κεφάλαιο περιλαμβάνονται και περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης (π.χ 925 ΑΚ – ευθύνη από πτώση κτίσματος).
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη (αντικειμενική θεωρία) το 914 ΑΚ είναι ένας λευκός κανόνας δικαίου. Δεν καθορίζει πότε μία συμπεριφορά είναι παράνομη, αλλά παραπέμπει σχετικά στο σύνολο των επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου που βρίσκονται έξω από αυτό. Η παράνομη συμπεριφορά συνίσταται είτε σε μία θετική ενέργεια αντίθετη προς έναν απαγορευτικό κανόνα δικαίου, είτε στην παράλειψη ορισμένης θετικής ενέργειας που επιβάλλεται από έναν επιτακτικό κανόνα δικαίου.
914 ΑΚ
Η αποδοκιμασία του αποτελέσματος εξαρτάται κατ’αρχήν από την αποδοκιμασία της συμπεριφοράς και ο παράνομος χαρακτήρας της συνιστά ξεχωριστή προϋπόθεση για τη γέννηση σχετικής ευθύνης [4]. Βέβαια είναι προφανές ότι για να τεθεί θέμα αποζημίωσης από αδικοπραξία θα πρέπει να έχει επέλθει, ως μία από τις προϋποθέσεις που θέτει το 914 ΑΚ, ζημία αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη. Η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας, η παραβίαση ερυθρού σηματοδότη ή μη τήρηση κάποιας υποχρέωσης πρόνοιας συνιστούν η καθεμία αντικειμενικά παράνομη συμπεριφορά ήδη πριν την πρόκληση οποιασδήποτε ζημίας.
Οι σχετικές συμπεριφορές ενδεχομένως θα επισύρουν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις, ωστόσο στο στάδιο αυτό δε γεννούν υποχρέωση προς αποζημίωση και στο πλαίσιο του αστικού δικαίου υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί και πριν την επαπειλούμενη προσβολή η άρση ή παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς και επίσης υφίσταται η δυνατότητα άμυνας κατά της παράνομης αυτής συμπεριφοράς.
Αντίστοιχα η προσβολή κάποιου απόλυτου αγαθού (όπως π.χ η ιδιοκτησία) δεν σημαίνει άνευ άλλου ότι συνιστά αδικοπραξία και γέννα υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς υπάρχουν και επιτρεπτές προσβολές απόλυτων αγαθών (κλασικό παράδειγμα συνιστά το 1003 ΑΚ – περιορισμοί κυριότητας – εκπομπές), ενώ είναι δυνατόν να αίρεται ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς λόγω συνδρομής κάποιου ειδικού λόγου άρσης του αδίκου (π.χ άμυνα 284 ΑΚ).
Υποστηρίζεται, όμως, και ότι το 914 ΑΚ περιέχει ουσιαστικό κανόνα δικαίου, που απαγορεύει κάθε χωρίς δικαίωμα υπαίτια πρόκληση ζημίας (υποκειμενική θεωρία)[5]. Σύμφωνα μάλιστα με μία παραλλαγή αυτής της θεωρίας, το 914 ΑΚ απαγορεύει οποιαδήποτε υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά και συνεπώς η αναφορά της «παρανομίας» είναι περιττή, αφού οποιαδήποτε υπαίτια πράξη προκαλεί ζημία είναι παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Η υποκειμενική θεωρία ορθά δεν έγινε δεκτή, γιατί προσκρούει στο γράμμα του 914 ΑΚ και διευρύνει υπέρμετρα την αδικοπρακτική ευθύνη, αλλά και γιατί η κρίση για την ύπαρξη υπαιτιότητας προϋποθέτει λογικά την προηγούμενη αξιολόγηση της συμπεριφοράς του δράστη ως παράνομης.
Σήμερα
Παλαιότερα εθεωρείτο ότι παρανομία υπήρχε μόνο όταν παραβιαζόταν μία ειδική διάταξη νόμου. Αντίθετα σήμερα πλέον γίνεται δεκτή μία ευρύτερη έννοια της παρανομίας και θα πρέπει να δεχθούμε ότι υφίσταται παρανομία, όχι μόνο όταν παραβιάζεται μία ειδική διάταξη απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (του ΑΚ, του ΠΚ ή και οποιασδήποτε άλλης διάταξης νόμου), αλλά και όταν παραβιάζονται γενικές επιταγές της έννομης τάξης, οι οποίες εκφράζουν το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτή.
Η άποψη αυτή έχει επικρατήσει στην ελληνική θεωρία και νομολογία και θεωρείται ότι αποτελεί παρανομία η παράβαση των άγραφων κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών (281, 919 ΑΚ) και των κανόνων επιμέλειας που αυτές οι γενικές ρήτρες θεμελιώνουν. Οι γενικές αυτές ρήτρες επιτελούν πολύ σημαντική λειτουργία, καθώς ουσιαστικά αποτελούν έκφραση της ιδέας της δικαιοσύνης και θεσπίζουν το απολυτώς αναγκαίο minimum για την κοινωνική συμβίωση, κατευθύνοντας τη συμπεριφορά του μέσου κοινωνού.
Πρόκειται επομένως για κανόνες συμπεριφοράς που η επιβολή τους ως υποχρεωτικών κανόνων δικαίου δικαιολογείται από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης και από την κοινωνική σκοπιμότητα. Αυτές οι υποχρεώσεις πηγάζουν από την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να μπορεί να υπολογίζει ότι ο συνάνθρωπος του (με τον οποίο έρχεται σε επαφή) θα τηρήσει ένα αντικειμενικά προσδιοριζόμενο minimum επιμέλειας. Έτσι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές δικαίου, η «αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς».
Παρανομία
Με βάση αυτή τη συλλογιστική, παρανομία υφίσταται και όταν δεν τηρείται η επιμέλεια που μπορεί και πρέπει να επιδεικνύει ένας μέσος άνθρωπος για την ασφάλεια και προστασία προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά του έρχεται ή μπορεί να έρθει σε επαφή, δηλαδή όταν παραβιάζονται οι άγραφοι κανόνες επιμέλειας (υποχρεώσεις πρόνοιας). Μάλιστα η θεμελίωση του παρανόμου είναι ανεξάρτητη από το εάν το αποτέλεσμα συνίσταται στην προσβολή δικαιώματος ή σε απλή ζημία στην περιουσία αυτή καθεαυτή ως αφηρημένο σύνολο.
Η επιβολή τέτοιου είδους υποχρεώσεων πρόνοιας επιβάλλεται από τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και με αυτό τον τρόπο μετριάζεται ο άκρατος ατομικιστικός χαρακτήρας των δικαιωμάτων που χορηγούνται στους κοινωνούς και διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα χρησιμοποιείται για να εξυπηρετηθεί το εύλογο συμφέρον που αποτέλεσε τον δικαιολογητικό λόγο αναγνώρισης της σχετικής εξουσίας από το δίκαιο.
Οι εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές, αλλά και γενικότερα το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σε αρκετές περιπτώσεις εμπεριέχουν από τη φύση τους κάποιο βαθμό επικινδυνότητας και καθιστούν επιβεβλημένη την υποχρέωση λήψης ορισμένων μέτρων ασφαλείας, τα οποία ποικίλουν ανάλογα με την περίσταση και αποβλέπουν στην εξουδετέρωση των σχετικών κινδύνων. Όπως παρατηρείται [6] υπέρτατος σκοπός του δικαίου δεν θεωρείται πια η διασφάλιση, με κάθε μέσο, της ελευθερίας ενέργειας των ατόμων και τα άτομα αξιώνουν, στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, προστασία από τους κίνδυνους που τα περιβάλλουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις το περιεχόμενο του κανόνα, που η παράβασή του συνιστά εδώ την «παρανομία», προσδιορίζεται από τις συνήθειες που επικρατούν σε σχέση με την τηρητέα συμπεριφορά, σε κάθε περίπτωση δραστηριότητας η οποία χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο επικινδυνότητας.
Αλλοδαπές έννομες τάξεις
Ανάλογες υποχρεώσεις πρόνοιας αναγνωρίζονται ήδη και από αλλοδαπές έννομες τάξεις, είτε με τη μορφή των «συναλλακτικών υποχρεώσεων ασφαλείας» (Verkehrssicherungspflicten), στη Γερμανία, είτε με τη μορφή μιας γενικής υποχρέωσης επιμέλειας (devoir general de prudence et de diligence), στη Γαλλία, είτε με τη μορφή της διεύρυνσης, από τη νομολογία, του αδικήματος της “negligence” στις χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου[7].
Σύμφωνα με μία άποψη οι σχετικές υποχρεώσεις πρόνοιας μπορεί να υφίσταται όχι μόνο έναντι ορισμένων προσώπων, αλλά έναντι της κοινωνικής ολότητας[8]. Αναγνώριση από τη νομολογία της γενικής αρχής του δικαίου που απαγορεύει σε αυτούς που αναπτύσσουν μια οποιαδήποτε δραστηριότητα κατά την άσκηση της φυσικής τους ελευθερίας, να θέτουν σε κίνδυνο, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη, το πρόσωπο ή την περιουσία των άλλων και που τις επιβάλλει ακριβώς τη γενική υποχρέωση να παίρνουν σε παρόμοιες περιπτώσεις τα προληπτικά μέτρα που απαιτούν οι ειδικές κάθε φορά συνθήκες. Ωστόσο η ύπαρξη ή όχι υποχρεώσεων πρόνοιας δεν είναι δεδομένη, αλλά in concreto θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση των ειδικότερων συνθηκών, ώστε να εκτιμηθεί εάν υφίσταται κάποια υποχρέωση πρόνοιας.
Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων για την αδικοπρακτική ευθύνη
Η ανωτέρω άποψη, που υποστηρίζει τη θεμελίωση μίας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας, εντάσσεται στην γενικότερη τάση τα τελευταία χρόνια για διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων για την αδικοπρακτική ευθύνη. Ωστόσο η αναγνώριση ύπαρξης αδικοπρακτικής ευθύνης σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις τελικά οδηγεί σε μετακύλιση του κόστους σε τρίτους, όπως θα συμβεί για παράδειγμα στην περίπτωση των παραγωγών, στους οποίους επιβάλλονται πρόσθετα μέτρα ασφάλειας και συνεπώς πρόσθετο κόστος ή υποχρεώνονται στην καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο το κόστος παραγωγής. Η ίδια δε η καλή πίστη επιβάλλει να μη διευρυνθούν οι υποχρεώσεις πρόνοιας πέρα από κάποιο όριο, καθώς τότε θα ήταν υπέρμετρη η προστασία των συμφερόντων της μίας πλευράς.
Η διευρυμένη έννοια του παρανόμου, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις που η ζημιογόνος δράση συνίσταται σε παράλειψη, καθώς στις περιπτώσεις παραβίασης υποχρεώσεων πρόνοιας και προστασίας των έννομων αγαθών των άλλων η ζημιογόνος συμπεριφορά θα συνίσταται συνήθως σε παράλειψη του ενεχόμενου σε αποζημίωση. Το πρόβλημα της εξομοίωσης της παράλειψης με την πράξη δημιουργείται στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται ειδική διάταξη νόμου, η οποία να επιβάλει την ενέργεια αυτή. Το ερώτημα είναι πότε μπορεί να εξομοιωθεί η παράλειψη με πράξη, εάν αναλογισθεί κανείς ότι δεν υπάρχει καμία γενική υποχρέωση ενέργειας για την αποτροπή ζημίας τρίτου[9].
Καλληδώνης Νικόλαος
Δικηγόρος
ΜΔΕ Αστικού και Ποινικού Δικαίου
nkallidonis@yahoo.com
[1] Θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ζημία και την προκληθείσα βλάβη στο έννομο αγαθό αυτό καθεαυτό. Ο ρόλος της ζημίας στο αδικοπρακτικό σύστημα ευθύνης είναι κεντρικός, καθώς η αδικοπρακτική ευθύνη ακριβώς αποβλέπει στην αποκατάσταση των προκαλούμενων ζημιών, δηλαδή των επιβλαβών συνεπειών σε αγαθά προσώπων από ανθρώπινες πράξεις ή παραλείψεις.
[2] Δωρής Φ.: Ζητήματα αστικής ευθύνης από ιστορικοσυγκριτική και δικαιοσυγκριτική σκοπιά, ΧρΙδΔ 2007, σελ. 675-676.
[3] Σταθόπουλος , Μ.: Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, σελ. 299-300.
[4] Σταθόπουλος Μ.: Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 134.
[5] Βλ. αναφορές σε Κορνηλάκη: Ειδικό Ενοχικό: σελ. 664-665.
[6] Κορνηλάκης: Ειδικό Ενοχικό: σελ. 669-670.
[7] Δεληγιάννης Ι., Κορνηλάκης Π.: Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ 148.
[8] Σταθόπουλος, Μιχάλης – Γεωργιάδης, Απόστολος: Αστικός Κώδιξ κατ’άρθρον ερμηνεία – 3ος τόμος – Ειδικό Ενοχικό, σελ. 698. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να δοθεί οι υποχρεώσεις πρόνοιας που υπέχει έναντι του κοινωνικού συνόλου ο λειτουργών ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας ή αυτός που διαχειρίζεται επικίνδυνα, τοξικά απόβλητα.