ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΟΙΝΩΝΟΥ ΓΙΑ ΔΑΠΑΝΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΚΟΙΝΟ ΠΡΑΓΜΑ
Καταχώρηση 2013/02/20
Στο άρθρο 794 ΑΚ ορίζεται ότι: «Κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού». Η σχετική αξίωση κατά κάθε κοινωνού κατά το ποσοστό της μερίδας του υφίσταται για τις δαπάνες που αποφασίσθηκαν είτε ομόφωνα από τους κοινωνούς, είτε με απόφαση της πλειοψηφίας, είτε τέλος με απόφαση δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο 788-790 ΑΚ.
Ερμηνεύοντας διασταλτικά τη διάταξη αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι περιλαμβάνει και τα βάρη του κοινού πράγματος, όπως οι φόροι και τα τέλη, τα οποία αποτελούν εν ευρεία έννοια έξοδα διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος. Επίσης κατ’εξαίρεση ενέχονται και οι άλλοι κοινωνοί για τις δαπάνες για τις οποίες προέβη κάποιος από τους κοινωνούς στην περίπτωση του 788 παρ. 2 ΑΚ (δικαίωμα του κάθε κοινωνού, αν επίκειται κίνδυνος, να λάβει τα μέτρα συντήρησης που απαιτούνται χωρίς τη συναίνεση άλλων – βλ. σχετικά ΕφΠειρ 942/2000,ΠειρΝομ 2000/437 – Α.Π 280/1995, ΕλλΔνη 38/1117 – Α.Π 1282/1993 ΕλλΔνη 36/857 – Α.Π 221/1978, ΝοΒ 27/50).
Άρθρο 802 ΑΚ
Στο άρθρο 802 ΑΚ ορίζεται ότι: «Κατά τη δικαστική διανομή κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει να του πληρωθούν οι αξιώσεις που έχει από την κοινωνία κατά των άλλων κοινωνών από το μέρος που περιέρχεται με τη διανομή στον οφειλέτη. Για αυτή την πληρωμή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πώληση αυτού του μέρους με πλειστηριασμό». Το άρθρο 479 ΚΠολΔ αναφέρει ότι το δικαστήριο επί αγωγής διανομής προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, και τις απαιτήσεις κάθε κοινωνού. Μάλιστα οι παραπάνω αξιώσεις είναι δυνατό να προβληθούν και κατ’ ένσταση (βλ. ενδεικτικά τις ΕφΑθ 3865/2002, Δ/ΝΗ 2002/1705 – ΕφΘεσ 2583/2006, ΑΡΜ 2007/1150 – ΠολΠρΡοδ 82/2006, Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ), στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης για τη διανομή του κοινού πράγματος.
Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του 794 ΑΚ είναι δυνατόν να αξιώσει ο κοινωνός, ο οποίος προέβη στις αντίστοιχες δαπάνες για το κοινό πράγμα, την αναλογία των υπολοίπων κοινωνών με βάση τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτριών (Α.Π 280/1995, ΕλλΔνη 38/1997 – Α.Π 590/1980, ΝοΒ 28/1966 – ΕφΑθ 58/1991, ΕλλΔνη 31/1638 – ΕφΑθ 13654/1988, ΕλλΔνη 31/1990 – ΕφΑθ 1520/1987, ΕλλΔνη 29/533 – ΠολΠρΘεσ 17938/2001).
Άρθρο 736 ΑΚ
Το άρθρο 736 ΑΚ ορίζει τα εξής: «Αν ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε τη διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως» (γνήσια διοίκηση αλλοτρίων). Το άρθρο 722 ΑΚ για τη σύμβαση εντολής ορίζει ότι: «Ο εντολέας οφείλει να αποδώσει στον εντολοδόχο οτιδήποτε αυτός δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής».
Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων για τη διοίκηση αλλοτρίων είναι οι εξής: α) η ανάληψη αυτοβούλως της διοίκησης αλλότριας υπόθεσης, χωρίς τη ρητή εντολή του κυρίου της εν λόγω υπόθεσης, β) συνείδηση ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση, γ) η διοίκηση της αναληφθείσας υπόθεσης ως ξένης και δ) η διεξαγωγή της εν λόγω υπόθεσης κατά το συμφέρον και την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του κυρίου της.
Το γεγονός ότι κάποιος από τους κοινωνούς ανέλαβε τη διαχείριση της υπόθεσης κατά ένα μέρος ως ξένη και κατά ένα άλλο μέρος ως δική του δεν αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων για τη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων (Ζέπου, Ενοχικόν Δίκαιον τ. ΙΙ: Μέρος ειδικόν, εκδ. 2η , Αθήνα 1965, παρ. 24 I 2 α αα – Καύκα, Ενοχικόν δίκαιον, Ειδικόν μέρος τ. ΙΙ, εκδ. 6η, Αθήνα 1982, άρθρο 730 παρ.2 γ σελ. 10 – Σακκέτας σε ΕρμΑΚ άρθρο 730 αριθμ. 18 και 22 – Π. Φίλιος, ΕιδΕνοχ Ι/2 , παρ. 98 Β Ι 3 α, σελ. 194 – Βλ. επίσης ΕφΑθ 8148/1990, ΕλλΔνη 31/1513 και ΕφΑθ 406/2002, ΔΕΕ 2002/859).
Απόδειξη
Στην περίπτωση αυτή ο κοινωνός θα πρέπει να αποδείξει ότι οι δαπάνες στις οποίες προέβη ήταν προς το συμφέρον των υπολοίπων κοινωνών και ότι αυτοί θα ήταν σύμφωνοι με τη διενέργεια των συγκεκριμένων δαπανών.
Συνήθως στην πράξη η απόλαυση εκ μέρους των υπολοίπων κοινωνών των ωφελειών που απορρέουν από τις δαπάνες στις οποίες προέβη ένας κοινωνός για το κοινό πράγμα θα αποτελούν και σιωπηρή εκ μέρους τους αποδοχή των δαπανών αυτών και ενδεικτικό στοιχείο ότι η σχετική διαχείριση διεξήχθη σύμφωνα με τη βούλησή τους και συνεπώς θα ενέχονται και αυτοί για τις συγκεκριμένες δαπάνες κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στο κοινό.
Επίσης οι δαπάνες, στις οποίες προέβη ένας εκ των κοινωνών είναι δυνατόν να επιδικασθούν με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επειδή οι υπόλοιποι κοινωνοί κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι εξαιτίας των δαπανών στις οποίες προέβη ο κοινωνός (904 ΑΚ – βλ. σχετικά Σταθόπουλο Μιχ.: Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, σελ. 344 – ΕφΑθ 13654/1988, ΕλλΔνη 31/1990 – ΠολΠρΚαρδ 124/1992, Αρμ ΜΖ/29).
Ειδικότερα οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραπάνω διάταξης είναι οι εξής: α) πλουτισμός του υπόχρεου, β) ο πλουτισμός αυτός να έλαβε χώρα σε βάρος της περιουσίας του δικαιούχου της αξίωσης, γ) η συγκεκριμένη περιουσιακή μετακίνηση να έγινε χωρίς νόμιμη αιτία και δ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας. (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1401/94 ΕΕΝ 1995/805, Δνη 38/839, ΑΠ 1027/87 ΕΕΝ 1988/503, ΟλΑΠ 460/74 ΝοΒ 23/147).
Πλουτισμός
Πλουτισμός υπάρχει με τη διαπίστωση οποιασδήποτε βελτίωσης της περιουσιακής κατάστασης ενός προσώπου, ανεξάρτητα από τον τρόπο πραγμάτωσής του (ΟλΑΠ 6/94 Δνη 35/1253). Σημασία έχει η ύπαρξη και όχι ο τρόπος κτήσης του πλουτισμού. Για τη διαπίστωση του αληθούς ύψους του πλουτισμού αρκεί να αντιπαραβάλλεται η πριν και η μετά περιουσιακή κατάσταση της περιουσίας του υπόχρεου.
Κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού είναι ο χρόνος που περιήλθε ο πλουτισμός στον πλουτίσαντα (ΑΠ 600/86 ΕΕΝ 1987/97, ΝοΒ 35/372, ΕΑ 8584/89 Δνη 35/487). Περαιτέρω, ο πλουτισμός πρέπει να αποκτήθηκε από την περιουσία ή με ζημία του δικαιούχου. Η προϋπόθεση της ζημίας υπάρχει και όταν εμποδίζεται η αύξηση του ενεργητικού της περιουσίας του δικαιούχου (ΑΠ 201/59 ΕΕΝ 26/615). Νόμιμη δε αιτία είναι η δικαιολογητική βάση για να διατηρήσει την ωφέλεια ο λήπτης (αιτία διατήρησης) (Απ Γεωργιάδη ΓενΕνοχ. παρ. 55 V 1 αριθμ. 22), ενώ αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν ο πλουτισμός επέρχεται από την περιουσία ή με τη ζημία του δικαιούχου της αξίωσης (Σταθόπουλος, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, εκδ. 2004, σελ. 335 επ.).
Καλληδώνης Νικόλαος
Δικηγόρος
ΜΔΕ Αστικού και Ποινικού Δικαίου
nkallidonis@yahoo.com