ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Καταχώρηση 2013/03/06
Για την στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας απαιτείται η ύπαρξη: α) παράνομης συμπεριφοράς, β) υπαιτιότητα, γ) ζημία και δ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς και ζημίας (Βλ. ενδεικτικά A.Π 737/2008, Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ – Α.Π 996/2004, Δ/νη 2004/1348 – Α.Π 1128/2000, Δ/νη 2001/1282). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει ένα δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται η παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης (Α.Π 1486/2008, Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ – A.Π 737/2008, Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Σήμερα
Σήμερα πλέον γίνεται δεκτή μία ευρύτερη έννοια της παρανομίας και θα πρέπει να δεχθούμε ότι υφίσταται παρανομία, όχι μόνο όταν παραβιάζεται μία ειδική διάταξη απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (του ΑΚ, του ΠΚ ή και οποιασδήποτε άλλης διάταξης νόμου), αλλά και όταν παραβιάζονται γενικές επιταγές της έννομης τάξης, οι οποίες εκφράζουν το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτή. Η άποψη αυτή έχει επικρατήσει στην ελληνική θεωρία και νομολογία και θεωρείται ότι αποτελεί παρανομία η παράβαση των άγραφων κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών (281, 919 ΑΚ) και των κανόνων επιμέλειας που αυτές οι γενικές ρήτρες θεμελιώνουν. Οι γενικές αυτές ρήτρες επιτελούν πολύ σημαντική λειτουργία, καθώς ουσιαστικά αποτελούν έκφραση της ιδέας της δικαιοσύνης και θεσπίζουν το απολυτώς αναγκαίο minimum για την κοινωνική συμβίωση, κατευθύνοντας τη συμπεριφορά του μέσου κοινωνού και επιβάλλοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις πρόνοιας και επιμέλειας.
Ωστόσο θα πρέπει να τεθούν συγκεκριμένα κριτήρια για τη συναγωγή των υποχρεώσεων αυτών, αλλά και του περιεχομένου που αυτές θα έχουν, διαφορετικά θα οδηγούμασταν σε ανασφάλεια δικαίου. Η ανάπτυξη που ακολουθεί αναφέρεται ακριβώς στα κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και είτε αναφέρονται στην θεωρία είτε αναφέρονται ή έμμεσα αξιοποιούνται από την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση τα επιμέρους κριτήρια θα πρέπει να μην εξετάζονται απομονωμένα, αλλά να συσχετίζονται μεταξύ τους. Επίσης θα πρέπει να γίνεται στάθμιση όλων των κριτηρίων, καθώς το εάν επιβάλλεται κάποια υποχρέωση πρόνοιας και ποια είναι η έκτασή της δεν είναι ζήτημα a priori λελυμένο, αλλά πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά σε κάθε περίπτωση.
Επιγραμματικά θα μπορούσαν να αναφερθούν ως χρήσιμα κριτήρια εξειδίκευσης της καλής πίστης τα εξής:
1. Ο βαθμός εγγύτητας που εμφανίζει ο κοινωνός με α. το υπό κρίση απειλούμενο αγαθό και β. τον υπό κρίση απειλούμενο κοινωνό,
2. Ο βαθμός της δημιουργούμενης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του κοινωνού, ο οποίος επηρεάζεται και από την τυχόν θέση ισχύος του υπόχρεου,
3. η δυνατότητα πρόβλεψης πραγμάτωσης ορισμένου κινδύνου,
4. η ένταξη του κινδύνου στην σφαίρα ευθύνης του κοινωνού, ανάλογα με την πηγή του (συμπεριφορά του ίδιου του φέροντος την υποχρέωση ή προσώπων ευθύνης του ή πράξη τρίτου),
5. ο βαθμός της έντασης του ως άνω κινδύνου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η στατιστική πιθανότητα πραγμάτωσής του,
6. το είδος του διακινδυνευόμενου αγαθού και η βαρύτητα και το μέγεθος της απειλούμενης βλάβης,
7. η δυσχέρεια και ενδεχομένως το κόστος της λήψης μέτρων ή υιοθέτησης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης) αποφυγής του κινδύνου,
8. οι οικονομικές δυνατότητες των μερών και τα εκατέρωθεν συμφέροντα,
9. το είδος της αναπτυσσόμενης εκ μέρους του ζημιούντος δραστηριότητας και οι εξ αυτής τυπικοί κίνδυνοι,
10. η κοινωνική χρησιμότητα της δραστηριότητας αυτής.
Η εγγύτητα του κινδύνου
Η εγγύτητα του κινδύνου, δηλαδή ο σύνδεσμος που εντοπίζεται ανάμεσα στα δύο μέρη, με την έννοια του σε ποια έκταση και με ποιον τρόπο το ένα μέρος απέκτησε δυνατότητα εν τοις πράγμασι παρέμβασης στην έννομη σφαίρα του άλλου, η οποία τελικά προκάλεσε βλάβη και εντεύθεν ζημίες του τελευταίου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την στάθμιση, καθώς όσο μεγαλύτερη και η εγγύτητα, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα επέλευσης του κινδύνου και παρουσιάζεται η υποχρέωση αποτροπής πραγμάτωσής του.
Αντίστοιχα η μεγάλη εγγύτητα του υπόχρεου με το διακινδυνευόμενο έννομο αγαθό και η ευκολία επενέργειας επί αυτού σαφώς δημιουργεί την υποχρέωσή του για την αποτροπή της επέλευσης ζημίας σε αυτό και η παράλειψη εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής εμφανίζεται αδικαιολόγητη ακριβώς λόγω της ευκολίας επέμβασης για την αποτροπή της.
Επιπλέον θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός της δημιουργούμενης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, που ενδεχομένως να φτάσει στο σημείο το ένα μέρος να ανέλαβε (εν τοις πράγμασι) κάποια εγγυητική θέση απέναντι στο άλλο. Στην περίπτωση αυτή το μέρος που ανέλαβε εν τοις πράγμασι εγγυητική θέση είναι υποχρεωμένο όχι μόνο να μην προκαλέσει ζημία με την δική του συμπεριφορά, είτε με πράξη ή παράλειψη, αλλά θα πρέπει και να προβεί και στις απαραίτητες ενέργειες για την αποτροπή κινδύνων που δημιουργούνται από την συμπεριφορά τρίτων, εφόσον αυτοί οι κίνδυνοι σχετίζονται άμεσα με την εγγυητική θέση (έναντι ενός χώρου ή ίσως ενός συγκεκριμένου αγαθού) που έχει λάβει ο υπόχρεος.
Προβλεψιμότητα
Η προβλεψιμότητα [1] πραγμάτωσης του κινδύνου είναι ίσως το σημαντικότερο κριτήριο εξειδίκευσης της καλής πίστης. Το τι είναι προβλέψιμο και τι απρόβλεπτο δεν αποτελεί ζήτημα a priori λελυμένο, αλλά βρίσκεται σε συνάρτηση με τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες και παραμέτρους [2]. Μάλιστα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις εκείνη την στιγμή που έλαβε χώρα η πράξη ή η παράλειψη, οι οποίες δεν θα πρέπει να κρίνονται με βάση τη γνώση για την πιθανότητα επέλευσης του κινδύνου που αποκτήθηκε εκ των υστέρων [3]
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το ζήτημα του τι μπορεί και τι πρέπει να είναι αντικείμενο προβλέψεως. Τα δικαστήρια θεωρούν ότι υφίσταται παρανομία και συνακόλουθα αδικοπρακτική ευθύνη, όταν υφίσταται η δυνατότητα πρόβλεψης εκ μέρους του κοινωνού ότι ένας επαρκώς ορισμένος ποσοτικά, αλλά και κατά τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά κίνδυνος για συγκεκριμένα ορισμένα έννομα αγαθά ενός συγκεκριμένου κοινωνού του δικαίου ή μίας επαρκώς ορισμένης ομάδας, έχει δημιουργηθεί ή ήταν πιθανό να δημιουργηθεί και να πραγματωθεί ως αποτέλεσμα ορισμένης παράλειψης του πρώτου. Αντίστοιχα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι κάθε απειλούμενος κίνδυνος, αλλά μόνο ο ευλόγως αναμενόμενος κίνδυνος.
Η δυνατότητα πρόβλεψης θα πρέπει να κρίνεται με βάση τον μέσο συνετό άνθρωπο της κατηγορίας του υποχρέου (π.χ τον μέσο συνετό εργολάβο[4]), και αφορά: α) συγκεκριμένο κίνδυνο που έπρεπε να προβλεφθεί ότι θα απειλήσει, β) την κατηγορία αγαθών που ετέθη σε διακινδύνευση και που γ) ανήκουν σε συγκεκριμένο κύκλο προσώπων, και όχι σε άλλες μορφές πραγμάτωσης κινδύνων ή/και άλλων αγαθών ή/και άλλων προσώπων. Προϋπόθεση για την πρόβλεψη του κινδύνου είναι η γνώση και λήψη υπόψη των αντικειμενικών στοιχείων της πραγματικότητας. Δεν είναι λογικό να δρα κανείς ακολουθώντας προκαθορισμένες, έστω ασφαλείς υπό άλλες περιστάσεις κινήσεις, αγνοώντας το τι συμβαίνει γύρω του [5].
Σε κάθε περίπτωση
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο ο κίνδυνος εντάσσεται στην σφαίρα ευθύνης του κοινωνού, ανάλογα με την προέλευσή του. Έτσι διαφορετική θα είναι η αντιμετώπιση ανάλογα με το εάν ο κίνδυνος προκλήθηκε από συμπεριφορά του ίδιου του φέροντος την υποχρέωση ή προσώπων ευθύνης του ή από τυχαίο γεγονός ή πράξη τρίτου. Όπως αναφέρθηκε σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο κοινωνός οφείλει να αποτρέψει την επέλευση βλάβης, η οποία προκύπτει από την συμπεριφορά τρίτων και όχι τη δική του.
Αντίστοιχα ο κοινωνός δεν είναι δυνατόν να ευθύνεται για την βλάβη που προκαλείται λόγω ανωτέρας βίας είτε από τυχηρά εν στενή εννοία περιστατικά, τα οποία σαφώς δε μπορούσε να προβλέψει.
Με τον όρο ένταση του κινδύνου εννοείται η στατιστική πιθανότητα επέλευσης του κινδύνου. Ο νομοθέτης δεν θεσπίζει νόμους μόνο και μόνο για να τους θεσπίζει (η νομοθέτηση δεν είναι αυτοσκοπός), αλλά για να καθιστά εφικτή την ζωή και τη συμβίωση μέσα σε μία κοινωνία. Για το λόγο αυτό ανέχεται σε κάποιες περιπτώσεις την δημιουργία κινδύνων που είναι ιδιαίτερα πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι σε κάποια στιγμή θα οδηγήσουν στην προσβολή ή απώλεια έννομων αγαθών, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να διευρύνει τις δυνατότητες ελεύθερης δράσης των κοινωνών, αλλά και να προαγάγει την λειτουργία συγκεκριμένου τομέα κοινωνικής δραστηριότητας.
Μικρή ένταση ενός κινδύνου
Η μικρή ένταση ενός κινδύνου μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό των προστατευόμενων προσώπων έναντι του συγκεκριμένου κινδύνου μόνο στα ευπαθή στον κίνδυνο αυτό άτομα [6]. Απομακρυσμένη μόνο πιθανότητα επέλευσης ζημίας δεν δικαιολογεί την επιβάρυνση του κοινωνού με την υποχρέωση να λάβει μέτρα προς πλήρη εξάλειψη και της παραμικρής αμφιβολίας. Ωστόσο η φύση του απειλούμενου αγαθού μπορεί να αποτελέσει αντιστάθμισμα, καθώς όσο πιο σημαντικό είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό που απειλείται και σοβαρότερη η ενδεχόμενη απειλή, τόσο μικρότερο αρκεί να είναι το ενδεχόμενο πραγμάτωσης του κινδύνου, για να θεμελιωθεί υποχρέωση πρόνοιας
Έτσι ιδιαίτερα σημαντική είναι η σπουδαιότητα και η φύση του διακινδυνευόμενου έννομου αγαθού. Ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας σε περιουσιακά αγαθά σαφώς δεν είναι το ίδιο σημαντικός με τον κίνδυνο πρόκλησης τραυματισμών σε άτομα ή ακόμα περισσότερο με την διακινδύνευση ανθρώπινων ζωών. Επίσης ιδιαίτερα σημαντική είναι η ευρύτητα του κύκλου των διακινδυνεύοντων αγαθών ή αντίστοιχα των διακινδυνεύοντων προσώπων και πραγμάτων.
Διακινδύνευση έννομων αγαθών
Όσο περισσότερα έννομα αγαθά διακινδυνεύονται ή όσο περισσότερα πρόσωπα ή αντικείμενα είναι πιθανό να προσβληθούν, τόσο περισσότερο φαντάζει δικαιοπολιτικά ορθή η θεμελίωση μίας αντίστοιχης υποχρέωσης για την αποτροπή της επέλευσης της ζημίας αυτής [7]. Συνεπώς η εξειδίκευση της καλής πίστης είναι διαφορετική ανάλογα με το διακινδυνευόμενο έννομο αγαθό και θα είναι ευκολότερη η θεμελίωση υποχρεώσεων πρόνοιας για την προστασίας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας παρά για την προστασία ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Εκτός από τα ανωτέρω κατά την στάθμιση λαμβάνεται υπόψη η δυσχέρεια και το κόστος λήψης μέτρων. Ζήτημα όμως δημιουργείται ως προς τι είδους υποχρεώσεις επιμέλειας θα επιβληθούν κατά περίπτωση και το εάν τα μέτρα ασφαλείας θα πρέπει να καθιστούν την επικίνδυνη δραστηριότητα πλήρως ακίνδυνη ή απλώς θα πρέπει να μειώνονται οι πιθανότητες πρόκλησης ζημίας και σε ποιο βαθμό, πότε δηλαδή με άλλη διατύπωση τα σχετικά μέτρα είναι αναγκαία, απαραίτητα και πρόσφορα.
Η λήψη μέτρων ασφαλείας που καθιστούν μία επικίνδυνη δραστηριότητα πλήρως ακίνδυνη στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και δαπανηρή και θα αποτελεί υπέρμετρη επιβάρυνση του κοινωνού. Συνεπώς θα πρέπει να γίνεται μία στάθμιση ανάμεσα στο οικονομικό κόστος και την πολυπλοκότητα του λαμβανόμενου μέτρου ασφαλείας από την μία πλευρά και την παρεχόμενη ασφάλεια. από την άλλη πλευρά.
Ένταση κινδύνου
Η φύση των ενδεικνυόμενων μέτρων ασφαλείας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το είδος και την ένταση του κινδύνου, ο οποίος θα πρέπει να περιορισθεί με τα λαμβάνομενα μέτρα ασφαλείας και την επιβολή της αντίστοιχης υποχρέωσης πρόνοιας. Σε κάθε δε περίπτωση τα λαμβανόμενα μέτρα θα πρέπει να είναι πρόσφορα για την περιστολή του κινδύνου που υφίσταται. Για τη διαφοροποίηση των απαιτούμενων σε κάθε περίπτωση μέτρων θα αξιοποιηθεί και η αρχή της αναλογικότητας, ώστε να τα λαμβανόμενα μέτρα να είναι ανάλογα με τον κίνδυνο [8].
Σε κάθε δε περίπτωση τα ενδεικνυόμενα μέτρα δεν έχουν στατικό περιεχόμενο και μεταβάλλονται ανάλογα με τις ειδικότερες περιστάσεις και έτσι είναι πιθανό η απλή προειδοποίηση για την ύπαρξη ενός κινδύνου να μην είναι σε ορισμένες περιπτώσεις επαρκής [9]. Για την αποτροπή της υπερβολικής διεύρυνσης των υποχρεώσεων πρόνοιας θα πρέπει να υιοθετηθεί η αρχή της εμπιστοσύνης (Vertauensgrundsatz), η οποία γίνεται δεκτή στο Ποινικό Δίκαιο. Κατ’αρχήν ο κάθε κοινωνός θα πρέπει να επιδεικνύει επιμέλεια, ώστε η δική του δραστηριότητα να μην ενέχει κινδύνους για τα έννομα αγαθά και συμφέροντα των υπολοίπων κοινωνών. Ωστόσο θα ήταν υπερβολικό η έννομη τάξη να του επιβάλλει το βάρος να προνοεί και για την τυχόν αμελή ή δόλια συμπεριφορά των υπολοίπων κοινωνών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Καλή πίστη
Σημαντικό ρόλο κατά την συγκεκριμενοποίηση της καλής πίστης θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι διαδραματίζουν και οι οικονομικές δυνατότητες των μερών. Ειδικότερα γίνεται δεκτό, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων [10] ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους δικαιοπρακτούντες όχι ως ισότιμες οικονομικές μονάδες, αλλά αναλόγως των οικονομικών και κοινωνικών δυνατοτήτων τους, ώστε να καθίσταται εφικτή η μεταχείρισή τους με ουσιαστική ισότητα. Ο Αστικός Κώδικας με τη ρήτρα της καλής πίστης θέλει να ρυθμίσει τις συμβάσεις που συνάπτουν οι οικονομικά ασθενέστεροι συμβαλλόμενοι με οικονομικά και διαπραγματευτικά ισχυρότερους αντισυμβαλλομένους και αυτό δε θα πρέπει να το ξεχνάμε κατά την εξειδίκευσή της.
Βέβαια ίσως το κριτήριο αυτό δε θα πρέπει να γίνει δεκτό, γιατί με την χρησιμοποίησή του ουσιαστικά καθίσταται αυστηρότερη η αδικοπρακτική ευθύνη αυτών που έχουν μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες και οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των κοινωνών και χωρισμό τους σε διαφορετικές ομάδες (και άραγε με ποια κριτήρια;). Σε κάθε δε περίπτωση ούτε και το ύψος της αποζημίωσης δε θα πρέπει να επηρεάζεται εφόσον δεν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Όμως η οικονομική κατάσταση των μερών θα μπορούσε να έχει σημασία για την προσδιορισμό των εκατέρωθεν συμφερόντων που είναι προστατευτέα. Έτσι τα συμφέροντα ενός κοινωνού με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες είναι πιθανό κατά τη στάθμιση να θεωρηθούν ευκολότερα ως προστατευτέα.
Εξειδίκευση της καλής πίστης
Κατά την εξειδίκευση της καλής πίστης θα ληφθεί υπόψη και το είδος της αναπτυσσόμενης εκ μέρους του ζημιούντος δραστηριότητας και οι εξ αυτής τυπικοί κίνδυνοι. Το είδος και το μέτρο καθορισμού των καθηκόντων επιμέλειας ποικίλει ανάλογα με τις in concreto επικρατούσες συνθήκες. Έτσι διαμορφώνονται ανάλογα με τις αντικειμενικώς υφιστάμενες πιθανότητες να αξιοποιηθεί η πηγή κινδύνου από τρίτους [11].
Ο δε προσδιορισμός των πιθανοτήτων εξαρτάται από την υφή του κινδυνογόνου αντικειμένου, καθώς και από τον ιδιαίτερο κίνδυνο που είναι συνυφασμένος με την κατάχρησή του. Έτσι αντικείμενα, τα οποία, ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τον προορισμό τους, είναι εκ πείρας γνωστό ότι συνεπάγονται κινδύνους για τα έννομα αγαθά άλλων ανθρώπων, πρέπει να φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια, συνήθως σύμφωνα με όσα προβλέπουν ειδικές νομοθετικές διατάξεις.
Επίσης υφίστανται αντικείμενα, τα οποία κατά την κοινωνικώς πρόσφορη χρήση τους δεν εγκυμονούν μεν κινδύνους για τα έννομα αγαθά των άλλων ανθρώπων, εν τούτοις καθίστανται επικίνδυνα αφ’ής στιγμής χρησιμοποιούνται από άπειρα άτομα, όπως π.χ τα μαχαίρια, τα φάρμακα, η βενζίνη, διάφορες χημικές ουσίες. Για τα αντικείμενα αυτά δεν υφίστανται ειδικές νομικές διατάξεις, αλλά συνήθως υφίστανται προειδοποιητικές ενδείξεις, αναγραφόμενες στις οδηγίες χρήσης. Σε σχέση με τα αντικείμενα αυτά δεν υφίστανται ιδιαίτερα καθήκοντα επιμέλειας και απαιτείται απλώς ως καθήκον επιμέλειας η διασφάλισή τους ενόψει της εξ αμελείας εσφαλμένης χρήσης τους από άπειρα ή απρόσεκτα άτομα.
Τελικό κριτήριο σε πιο αφηρημένο επίπεδο
Τελικό κριτήριο σε πιο αφηρημένο επίπεδο θα αποτελέσει η κοινωνική χρησιμότητα της δραστηριότητας αυτής [12] που πιθανόν προκάλεσε την ζημία. Ακριβώς η κοινωνική της χρησιμότητα θα δικαιολογεί να επωμιστεί ο τρίτος τη ζημία που προκλήθηκε, αφού και αυτός ως μέλος του κοινωνικού συνόλου επωφελείται από τη δραστηριότητα αυτή, ιδιαίτερα όταν η λήψη μέτρων για την ασφαλή διεξαγωγή της εν λόγω δραστηριότητας θα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή και θα καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη ή πρακτικά μη επωφελή τη διεξαγωγή της. Βέβαια και εδώ θα γίνει στάθμιση ανάμεσα στη χρησιμότητα της δραστηριότητας, το μέγεθος και την ένταση του κινδύνου, καθώς και το κόστος εφαρμογής των ενδεικνυόμενων μέτρων. Η άσκηση μίας κοινωνικά ωφέλιμης δραστηριότητας δεν είναι δυνατόν να προκαλεί ανεξέλεγκτα ζημίες στους κοινωνούς.
Καλληδώνης Νικόλαος
Δικηγόρος
ΜΔΕ Αστικού και Ποινικού Δικαίου
nkallidonis@yahoo.com